ἐγκλείεται

ἐγκλείεται
ἐγκλείω
shut in
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • обинитисѧ — ОБИН|ИТИСѦ (1*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Страд. к обинити: ˫ако въ говѣнье во д҃ни пасхы. ни единъ же обинить(с). ли свѧзаѥтьсѧ. но точью блѹдникы. и с(к)верьникы. (ἐγκλείεται) ПНЧ XIV, 202г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σαρκοκύστη — η, Ν βιολ. α) γένος παρασιτικών σποροζώων πρωτοζώων, τα οποία απαντούν στην καρδιά και στους σκελετικούς μυς τών θηλαστικών, στα πτηνά και στα ερπετά β) λευκή κυστοειδής μάζα στον προσβεβλημένο από το παραπάνω πρωτόζωο ιστό, μέσα στην οποία αυτό… …   Dictionary of Greek

  • σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”